πρόθυμον

πρόθυμον
πρόθῡμον , πρόθυμος
ready
masc/fem acc sg
πρόθῡμον , πρόθυμος
ready
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • бъдрыи — (25) пр. 1.Бодрствующий, неспящий: дн(с)ь почива˫а на одрѣ(х) слоновѣ(х)... оутро на земли лежаи и бодръ. (ἄγρυπνος) ГБ XIV, 81б; в роли с.: лют[о] и зло ѥсть дь˫аволѥ дѣло. бѣжить ѡ(т) бъдраго крадеть спѩщаго. СбТр XII/XIII, 18; ||=бдительный,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • подвижьныи — (33) пр. 1.Устремленный, имеющий большое желание, стремление, проявляющий готовность: но ˫ако же и далнии путь гонѧще. и на странѣ труды покоивше. и тако прокое в пу(т) подвижни и силни иде(м). (πρόϑυμοι) ГБ к. XIV, 27в; инѣм же бл҃гое творити… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PROPITII Dii — tum putati Gentilibus cum hominibus videndi sui copiam praebebant. Quintilianus. Declamat. 10. Quotiescumque domus fuerat gratô sopere prostrata, aderat ille, quales bumanis offerunt oculis propitii Dii, quale loetissimum Numen est cum se patitur …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αναδέκτης — ο [αναδέχομαι] αποδέκτης «πρόθυμον αναδέκτην τού φορτίου» (Παπαδ. Γ΄, 3), δηλ. πρόθυμο αχθοφόρο, βαστάζο …   Dictionary of Greek

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • πρόθυμος — η, ο / πρόθυμος, ον, ΝΜΑ αυτός που δείχνει καλή διάθεση και ζήλο για μια ενέργεια, αυτός που έχει προθυμία να κάνει κάτι που τού ζητήθηκε ή που πρέπει (α. «είμαι πάντα πρόθυμη να σέ βοηθήσω» β. «οὐκ εἰμὶ πρόθυμος ἐξηγέεσθαι», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός …   Dictionary of Greek

  • σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”